Τρίτη 23 Μαρτίου 2021

25 Μαρτιου 2021 - 200 χρόνια μετά

https://www.oanagnostis.gr/

  Μαντώ Μαυρογένους

Μουσείο Μπενάκη : Αντιδράσεις για το γούρι με τη Μαντώ Μαυρογένους 

Η φωτογραφία δείχνει την Μαυρογένους όχι με την παραδοσιακή της φορεσιά, αλλά ως γυναίκα που σφίγγει τους μύες του χεριού της ως αντιπαραβολή της γνωστής πολεμικής αφίσας του 1943 από τις ΗΠΑ με το μήνυμα «We can do it».

«Τι να πρωτοπεί κανείς για τη Μαντώ; Για τις σπουδές, την ουσιαστική μόρφωση, τον αγώνα της για την ελευθερία; Ο Υψηλάντης της είχε υποσχεθεί να την παντρευτεί και μάλιστα γραπτώς, αλλά αθέτησε το λόγο του αφού τα πολιτικά συμφέροντα δεν ενέκριναν αυτό τον αρραβώνα. Η Μαντώ δεν δίστασε να κάνει μήνυση στον Υψηλάντη για αθέτηση υπόσχεσης γάμου, αλλά έπρεπε να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παρθενοφθορία, πράγμα δύσκολο και υποτιμητικό, οπότε παραιτήθηκε και δεν βρήκε ποτέ το δίκιο της. Πέθανε μόνη και ξεχασμένη στην Πάρο. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής της μέσα στην εξαθλίωση, καθώς είχε διαθέσει όλη τη μεγάλη περιουσία της στην Επανάσταση».

«Αυτή η ατρόμητη γυναίκα ήταν η μοναδική αξιωματούχος του ελληνικού στρατού: ο Καποδίστριας της έδωσε το βαθμό του αντιστράτηγου. Η Μαντώ Μαυρογένους είναι το πιο αυθεντικό σύμβολο της ελληνικής επανάστασης», λέει.

 

 

 

Ρόλος Εκκλησίας

https://www.news247.gr/elliniki-epanastasi-1821/200-chronia-apo-ton-aforismo-tis-epanastasis-i-mayri-vivlos-toy-1821.9178616.html

 

κρυφό σχολειό

 

ΤΑ ΛΗΣΤΡΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ ΤΟΥ 1824-1825-1832. Η ΠΤΩΧΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΤΟ 1843!



ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ*

 

(ΜΙΑ ΝΕΑ ΕΠΙΚΑΙΡΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΦΟΡΑ-ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ: «ΟΘΩΝΑΣ, Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ»)

 

 

 

 «ΟΘΩΝΑΣ, Η ΜΟΝΑΡΧΙΑ» 

του ΔΗΜΗΤΡΗ ΦΩΤΙΑΔΗ*

 

 

ΤΑ ΔΑΝΕΙΑ
 

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ της Δημόσιας Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας Ανδρέας Ανδρεάδης το βιβλίο του «Ιστορία των Εθνικών δανείων, που έβγαλε το 1904, τ' αρχίζει μ΄αυτόν εδώ τον τρόπο:

«C' est une lamentable histoire que celle de la dette hellenique (είναι μία αξιοθρήνητος ιστορία τα χρέη της Ελλάδας)». Δια των λέξεων τούτων ήρχετο, πρό πεντήκοντα επτά ετών, ο Casimir Leconte της μελέτης του δημοσίου χρέους της Ελλάδος. Μετά την πάροδον σχεδόν εξ δεκαετηρίδων ο επιχειρών συγγραφήν επί του θέματος δύναται ν΄ αναγράψη και αυτός την αυτήν φράσιν».

Από τότε που τα 'λεγε αυτά ο Ανδρεάδης πέρασαν άλλα πενήντα οχτώ χρόνια. Κι όμως, κι εμείς τώρα το ίδιο μπορούμε να πούμε, όπως ο Leconte το 1847 κι ο Ανδρεάδης το 1904, πως μαύρη κι άραχλη στέκεται η ιστορία των εθνικών μας δανείων.

 Τα δύο πρώτα μας δάνεια γίνηκαν στην Αγγλία. Το ένα το 1824, αξίας 800.000 λιρών, που μας δόθηκαν στα 59% - με 59 δηλαδή λίρες έπαιρνες μετοχές για 100! – ξεκαθάρισε όλες κι όλες 348.000 λίρες. Το άλλο, των 2.000.000 λιρών του 1825, ήτανε ακόμα πιο τοκογλυφικό, μας δόθηκε στα 55 ½%και ξεκαθάρισε 572.000 λίρες. Κι όμως, για τις 920.800 λίρες, που κι απ΄αυτές κάτι λιγοστές φτάσανε στον τόπο μας, γιατί οι πιότερες φαγώθηκαν από τους ναυπηγούς της Αγγλίας και της Αμερικής και το λόρδο Κόχραν, χρωστούσαμε το 1854 στους Εγγλέζους κεφαλαιούχους πάνω από.....οχτώ εκατομμύρια λίρες!

Όπως είπαμε, η συνθήκη που υπόγραψαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις κι η Βαβαρία στο Λονδίνο στις25-7 του Μάη 1832 πρόβλεπε την έκδοση, με την εγγύησή τους, ενός δάνειου 60.000.000 φράγκων σε τρεις σειρά. Άκου τώρα την ιστορία του, για να δεις πως όχι μονάχα δεν απολαύσαμε καμιά προκοπή απ΄αυτό, παρά και μας βούλιαξε οικονομικά και μπορέσαμε από τότες να ανασάνουμε. 

Το δάνειο το διαπραγματεύθηκαν οι τρεις μεγάλες Δυνάμεις μ΄εκείνους τους πάμπλουτους τραπεζίτες του Παρισιού, τους Ρότσιλντ. Τ΄αγόρασαν οι Ρότσιλντ στα 94%, πήρανε και 2% μεσιτείακαι μαζί με «άλλα τινά ωφελήματα», βούτηξαν 6.986.013 δραχμές, μ΄άλλα λόγια γύρω στις διακόσιες εβδομήντα εφτά χιλιάδες χρυσές λίρες.

Καλή δουλειά.

 

 


 

το Μεγάλο μας Τσίρκο Ιάκωβος Καμπανέλης

https://www.sansimera.gr/articles/943


 

Κολοκοτρώνη 

  1. ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ


(Χορός και Μεγάλες Δυνάμεις αποχωρούν, ενώ στη σκηνή μένει ο Κολοκοτρώνης ακίνητος, με το χέρι τεντωμένο σε στάση που θυμίζει το άγαλμα στη Σταδίου. Ακούγεται δυνατή ροκ μουσική, ενώ μπροστά από το άγαλμα περνά το Ρωμιάκι με γουόκμαν χορεύοντας. Όταν αρχίζει ο διάλογος, η μουσική σιγά – σιγά σταματά.)

ΑΓΑΛΜΑ : Ε, εσύ !

(Το Ρωμιάκι ψάχνει να βρει ποιος μίλησε)

ΑΓΑΛΜΑ : Έει, εσένα μιλάω !

(Το Ρωμιάκι συνεχίζει να ψάχνει)

ΑΓΑΛΜΑ : Από δω γύρνα !

(Το Ρωμιάκι καταλαβαίνει ότι το άγαλμα μιλάει και παγώνει)

ΑΓΑΛΜΑ : Θα μου κάνεις μια χάρη ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Αμ… αμ… η… ο…

ΑΓΑΛΜΑ : Κωφάλαλο είσαι βρε κακόμοιρο ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Οϊ … αϊ… ημ…

ΑΓΑΛΜΑ : Τότε γιατί δεν αποκρίνεσαι ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Μι…μι…λάς ;

ΑΓΑΛΜΑ : Εγώ μιλώ, εσύ τι έχεις και δε μιλάς ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Μπο-μπο…μπορείς ; Αφού εί…είσαι ά…ά…άγαλμα !!

ΑΓΑΛΜΑ : Τώρα μπορώ ! Άλλοτε δεν μπορούσα…

ΡΩΜΙΑΚΙ : Μα…μα…μα…είσαι… ο… ο…

ΑΓΑΛΜΑ : Δίκιο έχεις. Δε μοιάζω και πολύ έτσι που με καταντήσανε αλλά, αν με καλοπροσέξεις εγώ είμαι …ο γερο – Κολοκοτρώνης. Το λοιπόν θα μου κάνεις μια χάρη ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Τι…τι..τι χάρη ;

ΑΓΑΛΜΑ : Θα μου ξύσεις λίγο την πλάτη ; Έχω μια φαγούρα που μ’ έχει αλαλιάσει !…

ΡΩΜΙΑΚΙ : Την πλάτη ;

ΑΓΑΛΜΑ : Ναι μπράβο ! Έτσι που μου ‘βαλε τα χέρια αυτός ο μαγκούφης ο γλύπτης, ούτε να ξυστώ δεν μπορώ…


(Το Ρωμιάκι πάει από πίσω για να του ξύσει την πλάτη)

ΡΩΜΙΑΚΙ : Εδώ ;

ΑΓΑΛΜΑ : Ναι μπράβο….Αααααα…Ααααααα…Αααααααααααα. Την ευχή μου να έχεις.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Φτάνει ;

ΑΓΑΛΜΑ : Άντε ευχαριστώ κι άμα περνάς από δω να με θυμάσαι.

(Το Ρωμιάκι φεύγει έντρομο και πέφτει πάνω στο Ρωμιό που μπαίνει στη σκηνή φουριόζος)

ΡΩΜΙΑΚΙ : Έλα γρήγορα (τον τραβάει)

ΡΩΜΙΟΣ : Τι τρέχει ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Μιλάει…

ΡΩΜΙΟΣ : Ποιος μιλάει ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Δε με πιστεύεις ;

ΡΩΜΙΟΣ : Πού με πας ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Ο…το… (τον έχει φέρει κοντά στο άγαλμα) Μιλάει !…

ΡΩΜΙΟΣ : (Ευχαριστημένος) Σοβαρά ; (απλώνει το χέρι ψηλά και κάνει χειραψία με το άγαλμα) Τα σέβη μου στρατηγέ, τι μου κάνετε ;

ΑΓΑΛΜΑ : Καλώς τον. Εσύ τι μου κάνεις ;

ΡΩΜΙΟΣ : Ας τα λέμε καλά ! Τι νέα έχουμε ;

ΑΓΑΛΜΑ : Εγώ τι νέα να ‘χω! Κάθομαι εδώ και φιλοσοφώ.

ΡΩΜΙΑΚΙ : (Στο Ρωμιό) Σε ξέρει ;

ΡΩΜΙΟΣ : Είναι πολύ ωραία θέση εδώ. Είναι πέρασμα.

ΑΓΑΛΜΑ : Εκείνον τον Καραϊσκάκη τον κάνανε άγαλμα ;

ΡΩΜΙΟΣ : Νομίζω…

ΑΓΑΛΜΑ : Θα τον κάνανε δε μπορεί, όλους θα μας κάνουνε, δε θα τη γλιτώσει κανένας μας.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Τον κάνανε, εγώ το ‘χω δει το άγαλμα.

ΑΓΑΛΜΑ : Εδώ κοντά είναι ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Δε θυμάμαι.

ΑΓΑΛΜΑ : Εσύ μου ‘ξυσες την πλάτη πρωτύτερα ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Να στην ξαναξύσω ;

ΑΓΑΛΜΑ : Προς ώρας, μου κάνεις εσύ μια μικρή χάρη ;

ΡΩΜΙΟΣ : Όσες θέλεις.

ΑΓΑΛΜΑ : Να μου κατεβάσεις το χέρι. Έχω πιαστεί έτσι που μου το παλούκωσε αυτός ο κερατάς.

ΡΩΜΙΟΣ : Ευχαρίστως. ΄Μικρή, έλα εδώ. Θα του κατεβάσουμε το χέρι !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Κύριε στρατηγέ συμφωνείτε που θέλει να σας κατεβάσει το χέρι ;

ΑΓΑΛΜΑ : Εγώ του το είπα.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Άμα του το είπατε εσείς, εντάξει. Γιατί αυτός, εσείς δεν τον ξέρετε καλά, όλο πρωτοβουλίες είναι. Ώσπου να βρούμε κανένα μπελά.

ΑΓΑΛΜΑ : Βρε Έλληνες, δυο είστε και διαφωνείτε ;

ΡΩΜΙΟΣ : Πιάσε γερά το στρατηγό από τη μέση και βάστα κόντρα.

(Αγκαλιάζει το άγαλμα από τη μέση)

ΡΩΜΙΑΚΙ : Καλά είναι έτσι ;

ΡΩΜΙΟΣ : Ωραία. Στρατηγέ, κατεβάζω.

ΑΓΑΛΜΑ : Δώσε του ! Κι άλλο ! Κι άλλο. Έλα λίγο ακόμα…Δόξα σοι ο Θεός !

(κουνάει ευχαριστημένος το χέρι του για να το ξεμουδιάσει)

ΡΩΜΙΟΣ : Και το άλλο.

ΑΓΑΛΜΑ : Το ζερβό ;

ΡΩΜΙΟΣ : Μια και αρχίσαμε ; Τι ένα, τι δύο ! (Στο Ρωμιάκι) Ξαναπιάσε !

ΑΓΑΛΜΑ : Άντε μπράβο…

(Το Ρωμιάκι ξαναπιάνει, ο Ρωμιός ετοιμάζεται να κινήσει το αριστερό χέρι.)

ΡΩΜΙΟΣ : Στρατηγέ τραβάω !…

ΑΓΑΛΜΑ : Τράβα και μη σε νοιάζει ! … Πιο δυνατά!… Ακόμα… Ντιπ μου το ξέρανε ο κερατάς!… Τράβα ! … Έτσι μπράβο.

(Κουνάει ευχαριστημένος και τα δυο του χέρια).


Τι ωραία που ‘ναι να έχεις τα χέρια σου λυτά !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Αυτός μου είπε ότι σας δικάσανε για προδοσία, αλήθεια είναι ;

ΑΓΑΛΜΑ : Το κρύβουνε ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Όχι, αλλά ως φαίνεται δεν το πολυλένε κιόλας !

ΑΓΑΛΜΑ : Ρεζιλίκια ! Για σκέψου να δεις…Εμένα με 45 χρόνους στον πόλεμο με βγάνουν προδότη. Αλλά τέλος πάντων, ειρήνη είχαμε, εχθρούς είχα, εξουσία ήτανε. Το καταλαβαίνω. Αλλά το να μπορεί να δίνει χάρη στους γερόντους Πλαπούτα και Κολοκοτρώνη, ένα σχολιαρούδι που ‘ρθε ψες από τη Μπαυαρία με διαλογή των ξένων (ειρωνικά) «Όθων βασιλεύς των Ελλήνων», αυτό δεν το κατάπια ούτε πεθαμένος… (γελάει) Βρε τι γέλιο κάνω πεθαμένος άνθρωπος, ο Θεός να με συγχωρέσει !…

ΡΩΜΙΟΣ : Κι ύστερα…

ΑΓΑΛΜΑ : Και που λες, ύστερα μου κάνανε κι ένα γλέντι στο παλάτι για να με τιμήσουνε…Με βάνει ο βασιλιάς να καθίσω πλάι του… Σε μια στιγμή, λέει του διερμηνέα να με ρωτήσει : Ποια τιμή και ανταμοιβή θέλω κι ότι να ‘ναι θα μου τις δώσει.

Τι θέλω ; Πες στα βιολιά να μου παίξουν ένα κλέφτικο.


(Ακούγεται χαμηλόφωνα ένα κλέφτικο τραγούδι)


Άντε πηγαίνετε τώρα γιατί έχω να ετοιμαστώ για αύριο. Αύριο ; Τι θα γίνει αύριο ;…

ΑΓΑΛΜΑ : Αύριο ξημερώνει πάλι 25 του Μάρτη…Θα ‘ρθουνε με στεφάνια και τούμπανα…Εγώ θα ‘μαι εκεί πάνω σαν άγαλμα…Και σαν έρθει η στιγμή να βγει μπροστά ο μαγκούφης που θα βγάλει το λόγο… «Στάσου»…θα του πω!… «Κάθε χρόνο το λόγο τον εβγάνατε εσείς!…Φέτος θα τον βγάλουμε εμείς


(πάει μπροστά στη σκηνή και απευθύνεται κατευθείαν στο κοινό)


Για ακούτε βρε τωρινοί Έλληνες ! Άμα σας φέρνουνε για παράδειγμα εμάς τους πεθαμένους, μάθετε να ξεχωρίζετε με ποια πονηριά σας το λένε… Κι άμα σας λένε για την ελευθεριά που πολεμήσαμε, να τη βλέπετε πρώτα αν έχει τέσσερα μάτια. Δυο μπροστά για να βλέπει τον κατακτητή και δυο πίσω για να βλέπει εκείνον που θέλει να φύγει ο κατακτητής, για να γίνει αφέντης αυτός. Προσέχετε Έλληνες ! Εμείς οι παλιοί, όσο ζούσαμε, πολλά επικραθήκαμε κι αδικηθήκαμε…Κι αν θέτε στ’ αλήθεια να τιμήσετε εμάς τους παλιούς, μη μας τηράτε πλέον. Κάμετε το δικό σας δρόμο, πάτε μπροστά και αγωνιστείτε ! Εμάς, το έργο μας και ο καιρός μας επέρασε και δε μοιάζει με το δικό σας. Μη σας λένε πως εμείς αγράμματοι, μ’ ένα ξεροκόμματο και με την πίστη στο Χριστό κάναμε θαύματα ! …Πού ‘σαι ορέ Καραϊσκάκη να τα πεις καλύτερα !… Εμείς επολεμήσαμε για να ‘χετε εσείς τα γράμματα και το ψωμί που δεν είχαμε και να μη χρειάζεστε θάματα για να ζήσετε μια ζωή ανθρωπινή… Έι, Παπαφλέσσα, σήκω κι έλα βοήθα. Αφήστε το δικό μας αγώνα και κοιτάτε το δικό σας. Εμείς τι άλλο να θέμε ;…Πού είσαι Καραΐσκο !…

Έμπα μπροστά γερό – Πλαπούτα… Άει μπράβο παίξτε μας ένα τσάμικο…


(η μουσική δυναμώνει και ακούγεται η «Ιτιά» ή κάποιο άλλο τσάμικο και τρεις τέσσερις κλέφτες βγαίνουν στη σκηνή και χορεύουν τσάμικο μαζί με τον Κολοκοτρώνη και μετά αποχωρούν από τη σκηνή χορεύοντας. μαζί τους φεύγει κι ο Ρωμιός.)


15. ΕΠΙΝΙΚΙΑ


ΡΩΜΙΑΚΙ : Εκείνο λοιπόν τον καιρό, όπως σε κάθε δύσκολο καιρό, ήταν πολλοί εκείνοι που βγήκαν απ’ το πετσί τους. Άνθρωποι που δεν τους έπιανε το μάτι σου, παίρναν το βουνό μ’ ένα ντουφέκι στο χέρι. Με το τίποτα, ο Γιάννης, ο Τάσος, ο Μανόλης, η Λένω, η Δέσπω, αυτή η σιωπηλή στρατιά, αυτοί οι ωραίοι δικοί μας, σπρώχναν για καλά τον καιρό προς την ελευθερία και την ειρήνη. Για μια ελευθερία που πριν έρθει φαινότανε τόσο πλατιά. Και για μια ειρήνη, που ακόμα γι’ αυτήν αγωνιζόμαστε.

(μπαίνει ξανά ο Ρωμιός)

ΡΩΜΙΟΣ : Σαν πολύ δεν ωρίμασες μέσα σε μια παράσταση ;

ΡΩΜΙΑΚΙ : Σ’ έχασα !

ΡΩΜΙΟΣ : Έχουμε δουλειές, πρέπει να πηγαίνουμε !

ΡΩΜΙΑΚΙ : Πάρε με μαζί σου…

ΡΩΜΙΟΣ : Πάμε για δύσκολες δουλειές.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Κυρίες και κύριοι, σε δυο λεπτά το έργο μας τελειώνει. Όμως δε θα σας αφήσουμε να φύγετε πικραμένοι, όχι γιατί σας κάνουμε τη χάρη αλλά γιατί έτσι γίνεται πάντα και στη ζωή. Πάει να πει, στον τόπο μας, οι ρίζες της λευτεριάς είναι βαθιές, το χώμα δικό μας, κόβω, κόβεις, κόβει, κόβουμε, κόβετε, κόβουν τα κλαριά μας, τον κορμό μας, μα το χώμα ξαναφουσκώνει. Μια πράσινη φωνούλα ξαναβγαίνει και φωνάζει «εδώ είμαι».

ΡΩΜΙΟΣ : Καταπιαστήκαμε με κάτι δύσκολο. Καλέσαμε την τρέλα για βοηθό αλλιώς δεν τα βγάζαμε πέρα. Τρέμαμε μ’ αυτό που αγγίζαμε, και τρέμουμε ακόμα.

Όμως αυτό που θέλαμε, ήταν να ‘ρθείτε στην παράστασή μας και να μη φύγετε αδιάφοροι. Να βρείτε ψεγάδια να μας κρίνετε, αλλά να μη φύγετε αδιάφοροι.

Κι αν σας κακοκαρδίσαμε ή αν σας κάναμε να γελάσετε με πράγματα που δεν έπρεπε, είναι γιατί διαλέξαμε το φαρδύ το δρόμο. Εκεί που η ζωή είναι χύμα.

Το αστείο, το σοβαρό, τα όσια και τα ιερά, ο άγιος και ο θεομπαίχτης.

ΡΩΜΙΑΚΙ : Ο Δράκος είναι εκεί και θα ‘ναι κι αύριο και μεθαύριο.

Ξερογλείφεται, τον βλέπετε ; Είδε πως σκότωσαν την παρέα του Καραγκιόζη και περιμένει να τους φάει.

Όμως δεν θα τους φάει.

Κι ούτε τους σκότωσαν.

(σιγά - σιγά και με πολύ αργό ρυθμό ακούγεται μπάσος ήχος τύμπανου)


Αν δεν με πιστεύετε, βάλτε το αυτί σας στο χώμα και ακούστε


(ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος)


Η γη μας χτυπάει με ογδόντα σφυγμούς(ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται πιο γρήγορος)

Ωραίους σαν από παλιό τύμπανο(ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται ακόμα πιο γρήγορος)

Κάτι γίνεται(ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται ακόμα πιο γρήγορος)

Κάτι γίνεται(ο ήχος δυναμώνει και ο ρυθμός γίνεται ακόμα πιο γρήγορος)


(Το τύμπανο σταματά απότομα και όλος ο θίασος μπαίνει στη σκηνή και τραγουδά)


Φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά,

στα παραθύρια βγείτε και θωρείτε

ποιοι περπατούν στα σκοτεινά

και σεριανούν μες τα στενά

φίλοι κι αδέρφια, μανάδες, γέροι και παιδιά.

Ήταν στρατιώτες, καπεταναίοι λαϊκοί,

όρκο σταυρώσαν βάλαν στο σπαθί τους,

η λευτεριά να μη χαθεί,

όρκο σταυρώσαν στο σπαθί,

καπεταναίοι στρατιώτες λαϊκοί.


ΤΕΛΟΣ

 το μυστικό του αγάλματος

https://urbanlife.gr/urban-city/agalma-tou-kolokotroni/

Παρασκευή 12 Μαρτίου 2021

Ιδανικός κι ανάξιος εραστής

 Νίκος Καββαδίας (1910 - 1975)

Mal du départ

Στὴν ἀδερφή μου Ζένια

“Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς
τῶν μακρυσμένων ταξιδιῶν καὶ τῶν γαλάζιων πόντων,
καὶ θὰ πεθάνω μία βραδιά, σὰν ὅλες τὶς βραδιές,
χωρὶς νὰ σχίσω τὴ θολὴ γραμμὴ τῶν ὁριζόντων.

Γιὰ τὸ Μαδράς, τὴ Σιγγαπούρ, τ᾿ Ἀλγέρι καὶ τὸ Σφὰξ
θ᾿ ἀναχωροῦν σὰν πάντοτε περήφανα τὰ πλοῖα,
κι ἐγώ, σκυφτὸς σ᾿ ἕνα γραφεῖο μὲ χάρτες ναυτικούς,
θὰ κάνω ἀθροίσεις σὲ χοντρὰ λογιστικὰ βιβλία.

Θὰ πάψω πιὰ γιὰ μακρινὰ ταξίδια νὰ μιλῶ
οἱ φίλοι θὰ νομίζουνε πὼς τά ῾χω πιὰ ξεχάσει,
κι ἡ μάνα μου, χαρούμενη, θὰ λέει σ᾿ ὅποιον ρωτᾶ
«Ἦταν μία λόξα νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει…»

Μὰ ὁ ἑαυτός μου μία βραδιὰν ἐμπρός μου θὰ ὑψωθεῖ
καὶ λόγο, ὡς ἕνας δικαστὴς στυγνός, θὰ μοῦ ζητήσει,
κι αὐτὸ τὸ ἀνάξιο χέρι μου ποὺ τρέμει θὰ ὁπλιστεῖ,
θὰ σημαδέψει, κι ἄφοβα τὸ φταίχτη θὰ χτυπήσει.

Κι ἐγώ, ποὺ τόσο ἐπόθησα μία μέρα νὰ ταφῶ
σὲ κάποια θάλασσα βαθιὰ στὶς μακρινὲς Ἰνδίες,
θά ῾χω ἕνα θάνατο κοινὸ καὶ θλιβερὸ πολὺ
καὶ μιὰ κηδεία σὰν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων τὶς κηδεῖες.”

 

 

  

 

Το Mal du départ είναι ποίημα του Νίκου Καββαδία από την ποιητική συλλογή Μαραμπού που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1933. Μελοποιήθηκε από τον Γιάννη Σπανό το 1975. Τραγουδήθηκε από τον Κώστα Καράλη και έκτοτε από πολλούς άλλους ερμηνευτές. Περιέχεται σε μετάφραση σε επιλεγμένη συλλογή ποιημάτων του Καββαδία στα αγγλικά και παρουσιάζεται επίσης σε κείμενο για τον Καββαδία το 1996 στα αγγλικα.

Ο γαλλικός τίτλος του ποιήματος “Mal du départ” μεταφράζεται σε “Πόνος της φυγής”. Το ποίημα είναι αφιερωμένο στην αδελφή του ποιητή, τη Ζένια και αρχίζει με την πολύ γνωστή στροφή “Θὰ μείνω πάντα ἰδανικὸς κι ἀνάξιος ἐραστὴς…”. Αναφέρεται σε κάποιον λογιστή που ενώ στα νιάτα του ήθελε να ταξιδεύσει, να μπαρκάρει στα καράβια, και μιλά πάντα για ταξίδια και μέρη μακρινά, λυπάται ότι θα πεθάνει χωρίς ποτέ να έχει ταξιδεύσει.

 

Ο Νίκος Καββαδίας διαβάζει τo ''Mal du depart''

 

α. Ποιος χρόνος κυριαρχεί και γιατί; 

β. Σχολιάστε τον στίχο : «Ἦταν μία λόξα νεανική, μὰ τώρα ἔχει περάσει…». Γιατί είναι σε εισαγωγικά;

γ. Ποιο ήταν το όνειρο του ποιητικού υποκειμένου; Το πραγματοποίησε;

δ. Στο ποίημα υπάρχει μια νοηματική αντίθεση. Να την εντοπίσετε και να τη σχολιάσετε.

Ιδανικός Κι Ανάξιος Εραστής (Mal du départ)

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
 
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
 
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"
 
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
 
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
https://lyricstranslate.com

Ιδανικός Κι Ανάξιος Εραστής (Mal du départ)

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
 
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
 
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"
 
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
 
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
https://lyricstranslate.com

Ιδανικός Κι Ανάξιος Εραστής (Mal du départ)

Θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
 
Για το Μαδράς τη Σιγκαπούρ τ’ Αλγέρι και το Σφαξ
θ’ αναχωρούν σαν πάντοτε περήφανα τα πλοία,
κι εγώ σκυφτός σ’ ένα γραφείο με χάρτες ναυτικούς,
θα κάνω αθροίσεις σε χοντρά λογιστικά βιβλία.
 
Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ,
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα `χω πια ξεχάσει,
κι η μάνα μου χαρούμενη θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
"Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει"
 
Μα ο εαυτός μου μια βραδιά εμπρός μου θα υψωθεί
και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα μου ζητήσει,
κι αυτό το ανάξιο χέρι μου που τρέμει θα οπλιστεί,
θα σημαδέψει κι άφοβα το φταίχτη θα χτυπήσει.
 
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.
https://lyricstranslate.com