Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2020

Φύλο και Λογοτεχνία Συνέντευξη Evaristo

 

ΑΡΧΙΚΗ ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ Bernardine Evaristo: Eίμαστε σχεδόν αόρατες στη λογοτεχνία

Bernardine Evaristo: Eίμαστε σχεδόν αόρατες στη λογοτεχνία


 Η Bernardine Evaristo συνομιλεί με τον Τομ Γκάτι του New Statesman (μτφρ: Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)

Λίγο μετά τη βράβευση της με το φετινό Booker (εξ’ ημισείας με τη Margaret Atwood), η 60χρονη Bernardine Evaristo, η πρώτη μαύρη που έχει κερδίσει ποτέ το συγκεκριμένο βραβείο, συνομιλεί με τον Τομ Γκάτι, του New Statesman, ενώπιον κοινού στο κλασσικό λονδρέζικο βιβλιοπωλείο Foyles. Το 8ο  βιβλίο της ‘Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο’, με το οποίο κέρδισε, διηγείται, διατρέχοντας έναν αιώνα, τις ιστορίες 12 Βρετανίδων, στην πλειοψηφία τους μαύρες, και πραγματεύεται μεταξύ άλλων, θέματα όπως η ταυτότητα, η κληρονομιά, η προκατάληψη, η μητρότητα, το σεξ και η πολιτική. Αρχικά για την ίδια, το όλο εγχείρημα δε φαινόταν ιδιαίτερα έγκαιρο, μετά όμως προέκυψε το  #MeToo και το Black Lives Matter τα οποία ανακίνησαν το θέμα της πολιτισμικής συνείδησης, οπότε μέχρι να τελεώσει το βιβλίο, η Evaristo ήταν πεπεισμένη πως ήταν η σωστή στιγμή για το συγκεκριμένο βιβλίο.

Ερώτηση: Μπορείτε να μας πείτε πώς γεννήθηκε το βιβλίο σας;

Bernardine Evaristo: Το 2014 έγραψα ένα έμμετρο διήγημα για το BBC και μου άρεσε πολύ η φόρμα. Έτσι σκέφτηκα πως θέλω να δημιουργήσω τέσσερις διαφορετικές μαύρες γυναίκες για την ιστορία αυτή. Μου άρεσε ιδιαίτερα ένας από τους χαρακτήρες, η Carole. Είναι ένα κορίτσι που προέρχεται από μια εργατική οικογένεια Νιγεριανών μεταναστών από το Peckham (υποβαθμισμένη συνοικία του νότιου Λονδίνου). Φοιτά σε ένα πολύ κακό δημόσιο σχολείο, με τη βοήθεια ενός δασκάλου όμως καταφέρνει να πάει στην Οξφόρδη και καταλήγει άκρως επιτυχημένη τραπεζίτισσα. Ήθελα να τη διερευνήσω και να δω πόσους άλλους χαρακτήρες μπορούσα να δημιουργήσω. Και έτσι η ιστορία μεγάλωσε.

Ε: Αληθεύει πως σε ένα σημείο σάς φαινόταν πιθανόν να επεκταθεί το βιβλίο σας σε 100 χαρακτήρες;

BE: Στην πραγματικότητα ήταν χίλιοι. Ήμουν τόσο απογοητευμένη που δεν μπορούμε να κατοικούμε όλοι στις σελίδες των μυθιστορημάτων αυτή της χώρας που απλά σκέφτηκα: ‘Θα δημιουργήσω όσους περισσότερους διαφορετικούς χαρακτήρες μπορώ.’ Στο τέλος όμως θεώρησα πως  12 από αυτές τις γυναίκες αρκούσαν για να περάσω το μήνυμα που ήθελα.

Ε:  Έχετε πει πως πίσω από όλο σας το έργο κρύβεται αυτή η ερώτηση: ‘Τι σημαίνει να μη βλέπεις τον εαυτό σου να αντανακλάται στις ιστορίες του έθνους σου;’ Τι συγκεκριμένα θέλατε να καταστήσετε ορατό με αυτό το βιβλίο;

BE: Στην πραγματικότητα επειδή δεν είμαστε καθόλου ορατοί, το πεδίο είναι ευρύτατο. Αποφασίζω να γράψω για μια μαύρη τραπεζίτισσα: αυτό είναι πρωτοποριακό. Έχω μια ηρωίδα – 93χρονη αγρότισσα αφρικανικής καταγωγής που έχει περάσει όλη της τη ζωή σε μια φάρμα στο Northumberland που ανήκει στην οικογένειά της τα τελευταία 200 χρόνια: και αυτό πιστεύω είναι ρηξικέλευθο.

Ήθελα να διερευνήσω τη γενιά μου, κάτι που κάνω μέσω της Amma και της Dominique: δυο γυναικών που δραστηριοποιούνται στο χώρο του θεάτρου, όπως και εγώ κατά τη δεκαετία του ’80, και είναι πολύ φεμινίστριες, πολύ λεσβίες, πολύ μαχητικές, με πολιτική άποψη. Τη δεκαετία του ’80 πολλοί άνθρωποι που ένιωθαν περιθωριοποιημένοι ενώθηκαν: έγιναν ομάδες gay, γυναικών, αναπήρων, μαύρων κτλ. Ήταν πολύ γόνιμη εποχή και ο αγαπητός Ken Livingstone στο Δημαρχείο χρηματοδοτούσε πολλές καλλιτεχνικές ομάδες.  Μετά υπήρχαν μεγαλύτερες γυναίκες, που είναι σχεδόν αόρατες στη λογοτεχνία. Έχουμε ζήσει μακρύ βιο, είχαμε τόσες εμπειρίες. Δεν χανόμαστε όλες.

Ε: Ιδρύσατε το δικό σας θίασο το 1982. Πώς προέκυψε αυτό;

BE: Ήμουν στην δραματική σχολή με 5 μαύρες γυναίκες και οι μόνοι διαθέσιμοι ρόλοι για εμάς ήταν στερεότυπικοι: φυλακισμένες, εγκληματίες, νοσοκόμες, καθαρίστριες. Έτσι με το που φύγαμε, δημιουργήσαμε το Θέατρο των Μαύρων Γυναικών, που ήταν ο πρώτος θίασος μαύρων γυναικών στη Βρετανία. Τον διατηρήσαμε για 8 χρόνια γράφοντας και ανεβάζοντας τα δικά μας έργα. Ο θίασος μεγάλωσε και είχαμε ετήσιο προϋπολογισμό 100.000 στερλίνες, που για την εποχή ήταν πολλά χρήματα. Τελικά χάσαμε τη χρηματοδότησή μας και τραβήξαμε η καθεμιά το δρόμο της.

Όσον αφορά τη γενιά Γιούντρας (περίπου μισό εκατομ μετανάστευσε μεταξύ 1948-1970 από την Καραϊβική στη Μ. Βρετανία) το ζητούμενο ήταν η επιβίωση. Εμείς όμως είμαστε η δεύτερη γενιά μαύρων σε αυτή τη χώρα, νιώθαμε ότι δικαιούμασταν τα πάντα που είχε να προσφέρει το Ηνωμένο Βασίλειο, όμως δεν αντιπροσωπευόμαστε πουθενά. Δεν έβλεπες έγχρωμους ανθρώπους σε διαφημίσεις, ούτε μαύρα μοντέλα στα περιοδικά. Η Diane Abbott δεν είχε εκλεγεί ακόμη η πρώτη μαύρη βουλευτής.

Έτσι επικρατούσε η αντίληψη πως έπρεπε να απευθυνθούμε ο ένας στον άλλον και να κάνουμε το δικό μας. Παίρναμε δύναμη ο ένας από τον άλλον, χωρίς να χρειάζονται εξηγήσεις. Πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους απορροφήθηκαν από το λεγόμενο ‘κατεστημένο’. Η Paulette Randall, που είχε συνιδρύσει το θίασο μαζί μου, σκηνοθετούσε επί 40 χρόνια, και ήταν μια από τους παραγωγούς της τελετής έναρξης των Ολυμπαικών

ΕΡ: Και παράλληλα περνούσατε καλά.

BE:  Ναι! Πολλά ποτά! Τσιγάρα! Σεξ!

ΕΡ:  Ακόμη και σήμερα είναι σπάνιο να συναντήσουμε στη λογοτεχνία μια σεξουαλικά αχόρταγη γυναίκα, όπως η Άμμα, που δεν τιμωρείται με κάποιο τρόπο για τη συμπεριφορά της.

BE: Ήθελα να διερευνήσω την ιδέα μιας πολυερωτικής σχέσης ως ένα αποδεκτό μέρος της ζωής της. Οι άνθρωποι την επικρίνουν αλλά η Amma λέει: ‘Κανείς δεν επικρίνει το Mick Jagger ή άλλους rock star που ισχυρίζονται ‘Α, έχω κοιμηθεί με χίλιες γυναίκες.’ Υπάρχουν όμως και άλλες γυναίες στο βιβλίο που δεν κάνουν καθόλου σεξ. Ο τίτλος είναι ‘Κορίτσι, Γυναίκα, Άλλο’ επειδή βλέπουμε τον κάθε χαρακτήρα ως κορίτσι και ως ενήλικα, και μετά είναι όλες ‘άλλες’, επειδή είναι μαύρες, γυναίκες, μη-δυαδικές, ή εξαιτίας της τάξης στην οποία ανήκουν ή τη σεξουαλικότητα τους, ή επειδή είναι μετανάστριες.

Στο βιβλίο μου δεν εφαρμόζω τη φεμινιστική θεωρία. Οι χαρακτήρες αντικρούουν ο ένας τον άλλον: έχουν ελαττώματα, είναι περίπλοκοι και ακατάστατοι. Κάποιες είναι ομοφοβικές, κάποιες φεμινίστριες, κάποιες δεν ξέρουν καν τι εστί φεμινισμός. Το θέμα είναι η διαρκής εναλλαγή.

ΕΡ: Τι γνώμη είχαν οι γονείς σου για τη ζωή σου τη δεκατία του 80;

BE: Ο μπαμπάς μου, που ήρθε από τη Νιγηρία το 1949, ήταν αριστερός σοσιαλιστής και πατριάρχης. Τότε ήμουν gay και έκανα μια τηλεοπτική εκπομπή που λεγόταν ‘Ένας στους Πέντε’, που προβλήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1983, μόλις άρχισε να λειτουργεί το Channel 4. Με είδε σε αυτό το gay πρόγραμμα και φυσικά δεν το ενέκρινε καθόλου. Πίστευε πως οι gay είναι για κρέμασμα. Αλλά έλεγε πράγματα προς εντυπωσιασμό. Η μητέρα μου δεν είχε πρόβλημα, και όταν μετά έγινα straight, έγινε εκείνη gay. Αλλά ας μη σταθούμε σε αυτό τώρα. Αυτό είναι άλλο βιβλίο.

ΕΡ:  Στο μυθιστόρημα, η Bummi επιθυμεί την επιτυχία της κόρης της, στεναχωριέται όμως που η Carole ‘απορρίπτει την αληθινή της κουλτούρα’. Πιστεύετε πως υπάρχει ιδιαίτερα βαθύ χάσμα ανάμεσα στους μετανάστες πρώτης και δεύτερης γενιάς;

BE: Η Bummi δεν καταλαβαίνει την κοινωνία στην οποία βρίσκεται. Έχω Νιγηριανούς συγγενείς που έχουν ζήσει εδώ σχεδόν όλη τους τη ζωή, χωρίς να έχουν απορροφηθεί από την κοινωνία: πάνε σε αφρικανικές εκκλησίες και ο κοινωνικός τους κόσμος είναι τελείως αφρικανικός, νιγηριανός. Αυτό που κάνει όμως η Bummi είναι να δώσει στην Carole ένα αγγλικό όνομα, επειδή κατανοεί πως ένα νιγηριανό όνομα θα την κρατήσει πίσω. Η Carole προοδεύει και ένα χάσμα ανοίγει ανάμεσα τους.

Ενδιαφέρομαι ιδιαίτερα για τη δύναμη και το πώς κανείς πετυχαίνει. Το ερώτημα είναι: πώς μπορείς να αφομοιωθείς από μια κοινωνία διατηρώντας ταυτόχρονα το πολιτισμικό σου υπόβαθρο;  Μπορείς να προβείς σε εναλλαγές ανάμεσα στις δυο γλώσσες και να διαχωρίσεις τα δύο κομμάτια του εαυτού σου: το κομμάτι που θα πετύχει στον κόσμο των λευκών και το κομμάτι που θέλεις απλά να εκφράσεις φυσικά. Αλλά η Carole δεν έχει κανέναν να της το πει αυτό. Πρέπει να έχεις μια συγκεκριμένη κοινωνική ζωή για να διαπεράσεις τα διάφορα συστήματα που είναι σε λειτουργία. Στο Πανεπιστήμιο Brunel διδάσκω πολλά παιδιά μεταναστών που δεν γνωρίζουν ακριβώς πώς να προχωρήσουν και πρέπει κάποιος να τους το δείξει.

ΕΡ: Τι σημαίνει για εσάς ο όρος ‘Πολιτικές Ταυτότητας’ (“identity politics”);

BE: Πιστεύω πως οι ταυτότητες σχηματίζονται από το υπόβαθρό μας, από τα ενδιαφέροντά μας και από το πώς μας αντιμετωπίζουνως έγχρωμα άτομα,  σε αυτή την κοινωνία έχουμε άλλη αντιμετώπιση από τους λευκούς. Η οπτική διαφορετικότητά μας μάς στιγματίζει αρνητικά, και πολλοί λευκοί δεν το καταλαβαίνουν ή δεν το δέχονται, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Υπάρχει ένα βιβλίο που λέγεται ‘Μαύρος σαν Εμένα’ του John Howard Griffin. Το 1959, σκούρυνε το δέρμα του με μια χημική διεργασία και έγινε από λευκός μαύρος και μετά βίωσε την Αμερική ως μαύρος. Δείχνει αριστοτεχνικά πώς με κάθε τρόπο, σε κάθε περιβάλλον ως μαύρο άτομο αντιμετωπίζεσαι από τον κόσμο διαφορετικά από ένα λευκό. Έτσι όταν υποστηρίζω την ταυτότητά μου ως μαύρη γυναίκα κατηγοριοποιώ τον εαυτό μου σύμφωνα με τον τρόπο που η κοινωνία κατηγοριοποιεί εμένα, όμως κάνω μια θετική δήλωση για αυτό. Αν επι παραδείγματι ένας λευκός συγγραφέας γράψει ενα βιβλίο για 12 διαφορετικούς τύπους λευκών ανδρών, πιθανόν δεν θα αναφέρει κάπου ότι πρόκειται περί λευκών ανδρών, επειδή το να είσαι λευκός είναι το στάνταρντ. Το κάνω αυτό σαν απάντηση στο πώς μας φέρεται αυτή η κοινωνία. Και γνωρίζουμε πως η φυλή δεν υπάρχει σωστά; Η φυλή είναι μια βιωματική εμπειρία, αυτή είναι η πραγματικότητα για τις γυναίκες αυτές.

ΕΡ: Οι περισσότερες ηρωίδες του βιβλίου σας συναντούν κάποια μορφή ρατσισμού. Όταν γράφετε για τη Βρετανία του 1920 ή για τη νιότη σας τη δεκαετία του ’80 και σκέφτεστε την πρόοδο που έχει γίνει από τότε νιώθετε αισιόδοξια ή θλιψη;

BE: Είμαι πολύ αισιόδοξη. Τι γίνεται όταν φεύγει η ελπίδα; Ίσως καλύτερα να αυτοκτονήσεις. Νομίζω πως η κοινωνία είχε φτάσει σε ένα πολύ υγιές σημείο μέχρι αρκετά πρόσφατα. Ο ρατσισμός αντιμετωπιζόταν όπως και διάφορες άλλες ανισότητες στην κοινωνία μας. Μετά ήρθε το Brexit και ο εσωτερικός ζηλωτής του καθενός αφέθηκε ελεύθερος και επιστρέψαμε στο ρατσισμό της πρώτης γραμμής και της καθημερινότητας, που είναι φρικτό. Γνωρίζουμε πως πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με το χειρισμό της κατάστασης λόγω των αναμνήσεων της δεκαετίας του 1930. Αλλά ναι, είμαι αισιόδοξη. Εντάξει, μας πήρε 50 χρόνια, αλλά το γεγονός ότι κέρδισα το Booker για ένα βραβείο που αφορά 12 διαφορετικές μαύρες γυναίκες-ένα θηλυκό, πειραματικό, queer βιβλίο- νομίζω πως είναι ενα σημάδι πως η κοινωνία μας έχει αλλάξει αρκετά..

ΕΡ: Έχετε υπάρξει στις κριτικές επιτροπές πολλών βραβείων. Συμμερίζεστε με την κριτική επιτροπή του Booker;

BE: Θεσμοθέτησα το Διεθνές Βραβείο Αφρικανικής Ποίησης του Brunel το 2012. Ξεκινήσαμε δίνοντας το σε ένα άτομο, και μετά σταδιακά, το δίναμε σε δύο ή τρεις νικητές, και πιστεύω πως αυτό είναι υπέροχο. Είναι μοίρσαμα αγάπης.  Προσωπικά δεν έχω θέμα που το φετινό βραβείο Booker πήγε σε δύο νικήτριες- κυρίως επειδή ήμουν μία από αυτές! Δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε τα βραβεία ως διάκριση της καλύτερης στιγμής ενός συγγραφέα, γιατί σε τελική ανάλυση, τι είναι η καλύτερη στιγμή; Πρέπει να ληφθούν υπόψη πολλοί παράγοντες: ποιοι είναι στην κριτική επιτροπή, τι ενδιαφέροντα έχουν; Θυμάμαι πριν από χρόνια η κριτική επιτροπή απαρτιζόταν από πολιτικούς του Συντηρήτικού κόμματος! Μπορώ να φανταστώ ότι τότε δεν θα έριχναν στο βιβλίο μου ούτε μια ματία, σωστά;


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.